Ἀσώπιος

Ἀσώπιος
ᾱσώπιος
1 of Asopos ὕδατι γὰρ μένοντ' ἐπ Ἀσωπίῳ μελιγαρύων τέκτονες κώμων νεανίαι (Σ, edd. disagree as to whether this river is the Boeotian Asopos or in Aigina) N. 3.4

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ἀσώπιος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ασώπιος — Επώνυμο οικογενείας λογίων. 1. Ειρηναίος (Κέρκυρα 1825 – Αθήνα 1905). Λόγιος και δημοσιογράφος. Γιος του Κωνσταντίνου Α. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του στην Ιόνιο Ακαδημία της Κέρκυρας, παρακολούθησε μαθήματα φιλολογίας και στη συνέχεια ιατρικής… …   Dictionary of Greek

  • Ἀσωπίου — Ἀσώπιος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀσωπίων — Ἀσώπιος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀσωπίῳ — Ἀσώπιος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀσώπιον — Ἀσώπιος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιφυλλίδα — Αυτοτελές άρθρο που δημοσιεύεται στο κάτω μέρος εφημερίδας και χωρίζεται από την υπόλοιπη ύλη με οριζόντια γραμμή. Την ε. εγκαινίασε η γαλλική Εφημερίδα των Συζητήσεων, στα χρόνια της υπατείας του Ναπολέοντα. Το 1842, η ίδια εφημερίδα δημοσίευσε… …   Dictionary of Greek

  • χρονογράφημα — Πεζογράφημα, μάλλον σύντομο, που συνήθως πραγματεύεται επίκαιρα θέματα και εντάσσεται συχνά στον χώρο της λογοτεχνίας. Το χ. αναφέρεται στην κοινωνική και πολιτική επικαιρότητα, στοχεύει μάλιστα σε ευρύτερες επιδιώξεις από τη συνηθισμένη… …   Dictionary of Greek

  • Αττικόν Ημερολόγιον — Περιοδικό που ίδρυσε ο Ειρηναίος Ασώπιος το 1867. Η έκδοσή του συνεχίστηκε έως το 1896. Στο περιοδικό αυτό πρωτοδημοσίευσε κείμενό του στην Αθήνα ο Κ. Παλαμάς (1875) …   Dictionary of Greek

  • γραμματολογία — Η ιστορία της λογοτεχνίας και γενικότερα η επιστήμη της λογοτεχνίας, η ερμηνεία και η θεωρία της. Η γ. αποτελεί ταμείο των θησαυρών της λογοτεχνίας κάθε λαού. Συνεπώς, ενώ έχει αναμφισβήτητα χαρακτήρα παγκοσμιότητας, είναι στην υποδομή της καθαρά …   Dictionary of Greek

  • Επτάνησα ή Επτάνησος — Ιστορική και γεωγραφική νησιωτική περιοχή (2.307 τ. χλμ., 212.984 κάτ.) που εκτείνεται κατά μήκος των δυτικών παραλίων της Ελλάδας μέχρι τη νότια Πελοπόννησο. Περιλαμβάνει από τα Β προς τα Ν τα νησιά Κέρκυρα, Παξοί, Λευκάδα, Ιθάκη, Κεφαλονιά,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”